- γαλάντης
- και γαλάντες και γκαλάντης, ο1. κομψός, ευγενικός στη συμπεριφορά2. γαλαντόμος, γενναιόδωρος3. αγαπητικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. galante «γενναιόδωρος» (πρβλ. γαλλ. galant «φιλόφρων, ιπποτικός»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.